- στιλβωτικός
- -ή, -ό, Ναυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στίλβωμα ή που είναι κατάλληλος για στίλβωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στιλβώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στιλβωτικός, -ή — ό αυτός που χρησιμοποιείται για το στίλβωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στιλπνωτικός — ή, όν, Μ [στιλπνῶ] κατάλληλος για στίλπνωση, στίλβωτικός, καλλωπιστικός … Dictionary of Greek